μερικός

μερικός
η , ό[ν]
1) частичный;

μερική έκλειψη της σελήνης — частичное затмение луны;

μερική επιτυχία — частичный успех;

μερική επιστράτευση ( — или κινητοποίηση) — частичная мобилизация;

μερική εφαρμογή τού νόμου — частичное применение закона;

2.) частный, особый, отдельный;

μερική περίπτωση — частный случай;

3) πλ. некоторые; немногие, несколько;

μου χρειάζονται μερικά βιβλία ο) — мне нужны некоторые книги; — б) мне нужно иметь несколько книг;

έχω μερικά χρήματα — у меня есть немного денег;

μερικες φορές — а) иногда; — б) несколько раз;

μερικοί άνθρωποι — а) несколько человек; — б) некоторые люди;

§ μερικοί μερικοί — некоторые, кое-кто (при намёке)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "μερικός" в других словарях:

  • μερικός — partial masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικός — ή, ό (ΑM) μερικός, ή, όν) [μέρος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο μέρος ενός συνόλου, ο επιμέρους, ο ειδικός, σε αντιδιαστολή προς τον γενικό (α. «η εισήγηση ήταν καλή, σε μερικά ζητήματα όμως ήταν πολύ ασαφής» β. «ἐξήτασε τὰς μερικὰς… …   Dictionary of Greek

  • μερικός — ή, ό 1. αυτός που ανήκει στο μέρος ενός όλου: Τον χειρούργησαν με μερική νάρκωση. 2. στον πληθ., μερικοί, ές, ά ορισμένοι, κάποιοι: Μερικά παιδιά είναι ατίθασα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μερικά — μερικός partial neut nom/voc/acc pl μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc/acc dual μερικά̱ , μερικός partial fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικώτερον — μερικός partial adverbial comp μερικός partial masc acc comp sg μερικός partial neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικωτάτων — μερικός partial fem gen superl pl μερικός partial masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικωτέραις — μερικός partial fem dat comp pl μερικωτέρᾱͅς , μερικός partial fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικωτέρων — μερικός partial fem gen comp pl μερικός partial masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικῶν — μερικός partial fem gen pl μερικός partial masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικόν — μερικός partial masc acc sg μερικός partial neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μερικώτατα — μερικός partial adverbial superl μερικός partial neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»